- τσεχικός
- ή, -ό, και τσέχικος, -η, -ο, Ν [Τσέχος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσέχους2. φρ. «τσεχική γλώσσα»γλωσσ. δυτικοσλαβική γλώσσα που σχετίζεται στενά με τη Σλοβακική, την Πολωνική και τις σοραβικές γλώσσες τής Ανατολικής Γερμανίας και μιλιέται στις ιστορικές περιοχές τής Βοημίας, Μοραβίας και Σιλεσίας τής πρώην δυτικής Τσεχοσλοβακίας, επίσημη γλώσσα τής σημερινής Τσεχίας, αλλ. βοημική γλώσσα.
Dictionary of Greek. 2013.